πολιτικοποιημένος

πολιτικοποιημένος
-η, -ο, Ν
βλ. πολιτικοποιώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολιτικοποιώ — έω, Ν 1. καταρτίζω κάποιον γύρω από τα πολιτικά θέματα και τόν κάνω να ενδιαφέρεται για την πολιτική 2. (συν. η μτχ. παθ. παρακμ.) πολιτικοποιημένος, η, ο αυτός που έχει διαμορφώσει ανεπτυγμένη πολιτική συνείδηση και αναπτύσσει πολιτική δράση.… …   Dictionary of Greek

  • Γκάθρι, Γούντι — (Woodrow Wilson «Woody» Guthrie,Όκεμαχ, Οκλαχόμα 1912 – Νέα Υόρκη 1967). Αμερικανός μουσικός. Υπήρξε ένας από τους βασικούς και αρχικούς εκπροσώπους της αμερικανικής φολκ μουσικής, η οποία γνώρισε την ακμή της στη δεκαετία του 1960. Το 1931… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Κοξ, Αλεξ — (Alex Cox, Λίβερπουλ 1954 –). Βρετανός σκηνοθέτης και σεναριογράφος του κινηματογράφου. Σπούδασε νομικά στην Οξφόρδη και κινηματογράφο στο Μπρίστολ. Παράλληλα ασχολήθηκε με τη ροκ μουσική, από την οποία άντλησε έμπνευση για τη δημιουργία των… …   Dictionary of Greek

  • Κούνδουρος, Νίκος — (Άγιος Νικόλαος Κρήτης 1926 –). Σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός του κινηματογράφου. Σπούδασε ζωγραφική και γλυπτική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως σκηνοθέτης με τη Μαγική πόλη (1954), όπου… …   Dictionary of Greek

  • Μορέτι, Νάνι — (Nanni Moretti, Μπολζάνο 1953 –). Ιταλός σκηνοθέτης, ηθοποιός και σεναριογράφος. Από τα μεγάλα ταλέντα του σύγχρονου σινεμά της πατρίδας του, πολυβραβευμένος στα φεστιβάλ αλλά και φανατικά πολιτικοποιημένος στα θέματα του ο Μ. στα νιάτα του… …   Dictionary of Greek

  • πολιτικοποιούμαι — πολιτικοποιούμαι, πολιτικοποιήθηκα, πολιτικοποιημένος βλ. πίν. 74 , βλ. πίν. 75 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πολιτικοποιώ — ( είς, εί κτλ.), πολιτικοποίησα, πολιτικοποιήθηκα, πολιτικοποιημένος, δίνω πολιτικό χαρακτήρα σε κάποιον ή κάτι. Ουσ. πολιτικοποίηση, η …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”